- κορωνοβολον
- κορωνοβόλονκορωνο-βόλοντό оружие (праща или стрела) для стрельбы по воронам (и другим птицам) Anth.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
κορωνοβόλον — κορωνοβόλος shooting crows masc/fem acc sg κορωνοβόλος shooting crows neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κορωνοβόλος — κορωνοβόλος, ον (Α) το ουδ. ως ουσ. τὸ κορωνοβόλον σφεντόνα ή τόξο για κουρούνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < κορώνη + βόλος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. δισκο βόλος, κεραυνο βόλος. Η παροξυτονία δίνει στη λ. ενεργ. σημ.] … Dictionary of Greek